- πενθάς
- πενθ-άς, άδος, ἡ, fem. of foreg.,A
ὄρνιθες Mosch.3.49
, cf. Nonn.D.14.271.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄρνιθες Mosch.3.49
, cf. Nonn.D.14.271.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενθάς — άδος, ἡ, ΜΑ θηλ. τού πενθαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. άς, άδος] … Dictionary of Greek